άλφιτον

άλφιτον
ἄλφιτον, το (Α)
(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)
1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι
2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο
(συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα
3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και κυρίως τών σφαγίων που πρόσφεραν ως θυσία στους θεούς
4. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από το αλεύρι αυτό (πρβλ. την μπίρα)
5. κάθε είδος χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια
6. ο άρτος ο επιούσιος, το ψωμί τού σπιτιού, το καθημερινό ψωμί
7. φρ. «ἐπ’ ἀλφίτου πίνω», ή «ἄλφιτα πίνω» πίνω κρασί που περιέχει χόνδρους από κριθάρι
8. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο αλφίτεια*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτα, πληθ. τής λ. ἄλφι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεύς, ἀλφιτηρός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλφιταμοιβός, ἀλφιτοπώλης, ἀλφιτοσκόπος, ἀλφιτοφάγος, ἀλφιτόχρως
αρχ.-μσν.
ἀλφιτοποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄλφιτον — barley groats neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφίτοις — ἄλφιτον barley groats neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφίτοισι — ἄλφιτον barley groats neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφίτοισιν — ἄλφιτον barley groats neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφίτου — ἄλφιτον barley groats neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφίτων — ἄλφιτον barley groats neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφίτῳ — ἄλφιτον barley groats neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλφι — ἄλφιτον barley groats neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλφιτα — ἄλφιτον barley groats neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλφιτα — ἄλφιτα, τα (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. ἄλφι*. ΠΑΡ. αρχ. ἄλφιτον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”